λυρῳδός

λυρῳδός
λυραοιδός
one who sings to the lyre
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λυρωδός — λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρ ωδός, τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • λυραοιδός — λυραοιδός, ὁ, ἡ (Α) βλ. λυρωδός …   Dictionary of Greek

  • λυρωδία — λυρωδία, ἡ (Α) [λυρωδός] άσμα που τραγουδιέται με συνοδεία λύρας …   Dictionary of Greek

  • λυρωδώ — λυρῳδῶ, έω (Μ) [λυρωδός] παίζω λύρα και συγχρόνως τραγουδώ …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”